δυσκαταγώνιστον

δυσκαταγώνιστον
δυσκαταγώνιστος
hard to overcome
masc/fem acc sg
δυσκαταγώνιστος
hard to overcome
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλοτεχνία — η, ΝΜΑ [φιλότεχνος] η αγάπη για την τέχνη και, ιδίως, για τις καλές τέχνες νεοελλ. τεχνική επιμέλεια, φροντίδα για καλλιτεχνική τελειότητα αρχ. 1. δεξιοτεχνία 2. τέχνασμα, πανουργία («φιλοτεχνίᾳ τε καὶ δόλῳ τὸ τῇ, βίᾳ δυσκαταγώνιστον ἐχειρώσαντο» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”